ὑπεκτρέχω
ὑπεκ-τρέχω, fut.
A). -δρᾰμοῦμαι Ant. 1086 : aor. ὑπεξέδρᾰμον :— 1.156 run out from under, escape from, τὸ παρεόν l. c.; θάλπος οὐχ ὑπεκδραμεῖ l. c.; ὑ. τὴν σὴν .. γλωσσαλγίαν (where the metaph. is taken from a ship) Med. 524 ; θεοὺς ὑπεκδραμούμενοι Ph. 873 : abs., of horses, Eum. 7 : c. inf., ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Andr. 338 .