Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντίχειρ
ἀντίχειρον
ἀντιχειροτονέω
ἀντιχειροτονία
ἀντίχθων
ἀντίχορδος
ἀντιχορεύω
ἀντιχορηγέω
ἀντιχόρηγος
ἀντιχόρια
ἀντιχόρτοις
ἀντιχράω
ἀντιχρηματίζομαι
ἀντίχρησις
ἀντίχριστος
ἀντιχρονία
ἀντιχρονισμός
ἀντιχρώζω
ἀντιχώννυμι
ἀντιχωρέω
ἀντιψάλλω
View word page
ἀντιχόρτοις
ἀντιχόρτοις· συνόροις, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντιχόρτοις
Headword (normalized):
ἀντιχόρτοις
Headword (normalized/stripped):
αντιχορτοις
IDX:
10708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10709
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιχόρτοις·</span> <span class="foreign greek">συνόροις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}