ὑπεκδύομαι
ὑπεκ-δύομαι, Med., with aor. 2 and pf. Act.,
A). slip out of, escape, c. acc., πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν Cyc. 347 , cf. , 2.170f H. 3.384 , etc.: metaph., ὑπεκδυόμενοι τὴν Στοάν Sto.Herc. 339.13 : also c. gen., Dem. 9 : abs., ὑπεκδύς having slipped out, , 1.10 Arat. 9 , etc.; ὑπεκδέδυκα δεῦρ’ ἔξω λάθρᾳ Epit. 483 .—An Act. impf. ὑπεξέδυνε in . 4.4