ὑπείσειμι
ὑπείς-ειμι,(εἶμι
A). ibo) enter upon, succeed to, εἰς τὴν αὐτῶν τάξιν Cod.Just. 1.3.41.1 , cf. PLond. 1.77.18 (vi A. D.).
2). succeed to an office, τὴν πρωτοκωμητίαν ib. 5.1677.48 (vi A. D.).
3). Ἀγαθῖνος εἰς τὴν τοιαύτην ὑπεισῄει διδασκαλίαν succeeded to, i. e. came to give his authority to, this teaching, . 7.488