Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπείκω
ὑπειλέομαι
ὑπειλίσσω
ὑπείλλω
ὕπειμι1
ὕπειμι2
ὕπειξις
ὑπεῖπον
ὑπείρ
ὑπειράλιος
ὑπειρέχω
ὑπείροχος
ὑπείρω
ὑπείσας
ὑπεισβαίνω
ὑπεισδύομαι
ὑπείσειμι
ὑπεισέλευσις
ὑπεισελευστέον
ὑπεισέρχομαι
ὑπεισρέω
View word page
ὑπειρέχω
ὑπειρέχω,
A). v. ὑπερέχω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπειρέχω
Headword (normalized):
ὑπειρέχω
Headword (normalized/stripped):
υπειρεχω
IDX:
107031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπειρέχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπερέχω.</span> </div> </div><br><br>'}