ὑπείλλω, or
ὑπίλλω (both forms in codd.), aor. perh.
ὑπῖλα, A). draw in, contract, οὐρὰν δ’ ὑπίλασ’ ὑπὸ λεοντόπουν βάσιν καθέζετο E. Fr. 540 (
ὑπίλλας codd.
Ael.,
ὑπήλας codd.
Ath.,
ὑπείλλει codd.
Erot.);
μηδεὶς μοχθηρὸς ἄπορος ὑπείλλων καὶ ὑποστέλλων ἀχρηματίας οἴκτῳ τὸ δίκην δοῦναι παρακρουέσθω evading, Ph. 2.348 .