Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὕπαφρος
ὑπάφρων
ὑπάφωνος
ὑπαχλύνομαι
ὑπέασι
ὑπέατι
ὑπέγγυος
ὑπεγείρω
ὑπέγκειμαι
ὑπεγκλίνω
ὑπέδεκτο
ὑπειδόμην
ὑπεικαθεῖν
ὑπεικτέον
ὑπεικτικός
ὑπείκω
ὑπειλέομαι
ὑπειλίσσω
ὑπείλλω
ὕπειμι1
ὕπειμι2
View word page
ὑπέδεκτο
ὑπέδεκτο
, Ep. 3 sg. aor. 2 of
ὑποδέχομαι
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπέδεκτο
Headword (normalized):
ὑπέδεκτο
Headword (normalized/stripped):
υπεδεκτο
IDX:
107016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107017
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπέδεκτο</span>, Ep. 3 sg. aor. 2 of <span class="foreign greek">ὑποδέχομαι</span> (q. v.).</div><br><br>'}