Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπαύχενον
ὑπαφανίζω
ὑπαφήτορες
ὑπαφίσταμαι
ὑπαφρίζω
ὕπαφρος
ὑπάφρων
ὑπάφωνος
ὑπαχλύνομαι
ὑπέασι
ὑπέατι
ὑπέγγυος
ὑπεγείρω
ὑπέγκειμαι
ὑπεγκλίνω
ὑπέδεκτο
ὑπειδόμην
ὑπεικαθεῖν
ὑπεικτέον
ὑπεικτικός
ὑπείκω
View word page
ὑπέατι
ὑπέατι
, perh. Ion. dat. of
ὄπεας
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπέατι
Headword (normalized):
ὑπέατι
Headword (normalized/stripped):
υπεατι
IDX:
107011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107012
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπέατι</span>, perh. Ion. dat. of <span class="foreign greek">ὄπεας</span> (q. v.).</div><br><br>'}