Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπαυχένιος
ὑπαύχενον
ὑπαφανίζω
ὑπαφήτορες
ὑπαφίσταμαι
ὑπαφρίζω
ὕπαφρος
ὑπάφρων
ὑπάφωνος
ὑπαχλύνομαι
ὑπέασι
ὑπέατι
ὑπέγγυος
ὑπεγείρω
ὑπέγκειμαι
ὑπεγκλίνω
ὑπέδεκτο
ὑπειδόμην
ὑπεικαθεῖν
ὑπεικτέον
ὑπεικτικός
View word page
ὑπέασι
ὑπέᾱσι
, Ion. for
ὕπεισι,
3 pl. of
ὕπειμι
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπέασι
Headword (normalized):
ὑπέασι
Headword (normalized/stripped):
υπεασι
IDX:
107010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107011
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπέᾱσι</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ὕπεισι,</span> 3 pl. of <span class="foreign greek">ὕπειμι</span> (q. v.).</div><br><br>'}