Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπαυγής
ὕπαυγος
ὑπαυλέω
ὕπαυλις
ὑπαυλισμός
ὕπαυλος
ὑπαυστηρός
ὑπαυχένιος
ὑπαύχενον
ὑπαφανίζω
ὑπαφήτορες
ὑπαφίσταμαι
ὑπαφρίζω
ὕπαφρος
ὑπάφρων
ὑπάφωνος
ὑπαχλύνομαι
ὑπέασι
ὑπέατι
ὑπέγγυος
ὑπεγείρω
View word page
ὑπαφήτορες
ὑπαφήτορες·
ὑποτεταγμένοι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπαφήτορες
Headword (normalized):
ὑπαφήτορες
Headword (normalized/stripped):
υπαφητορες
IDX:
107003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107004
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπαφήτορες·</span> <span class="foreign greek">ὑποτεταγμένοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}