Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπαστράπτω
ὕπαστρος
ὑπασχολέομαι
ὑπασώδης
ὑπατεία
ὑπατεύω
ὑπάτη
ὑπατήϊος
ὑπατία
ὑπατικός
ὑπάτμενοι
ὑπατμίζω
ὑπατμισμός
ὑπατμός
ὑπατοειδής
ὑπάτοπος
ὕπατος
ὑπαττικός
ὑπάτυφος
ὑπαυγάζω
ὑπαυγή
View word page
ὑπάτμενοι
ὑπάτμενοι·
δοῦλοι, ὑποῦργοι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπάτμενοι
Headword (normalized):
ὑπάτμενοι
Headword (normalized/stripped):
υπατμενοι
IDX:
106982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106983
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπάτμενοι·</span> <span class="foreign greek">δοῦλοι, ὑποῦργοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}