Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπασπιστής
ὑπᾴσσω
ὑπαστράπτω
ὕπαστρος
ὑπασχολέομαι
ὑπασώδης
ὑπατεία
ὑπατεύω
ὑπάτη
ὑπατήϊος
ὑπατία
ὑπατικός
ὑπάτμενοι
ὑπατμίζω
ὑπατμισμός
ὑπατμός
ὑπατοειδής
ὑπάτοπος
ὕπατος
ὑπαττικός
ὑπάτυφος
View word page
ὑπατία
ὑπᾰτ-ία,
A). v. ὑπατεία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπατία
Headword (normalized):
ὑπατία
Headword (normalized/stripped):
υπατια
IDX:
106980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106981
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπᾰτ-ία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπατεία.</span> </div> </div><br><br>'}