Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπαρχιτέκτων
ὑπαρχιφυλακίτης
ὕπαρχος
ὑπάρχω
ὑπαρωματίζω
ὑπασθενέω
ὑπασπίδιος
ὑπασπίζω
ὑπασπιστήρ
ὑπασπιστής
ὑπᾴσσω
ὑπαστράπτω
ὕπαστρος
ὑπασχολέομαι
ὑπασώδης
ὑπατεία
ὑπατεύω
ὑπάτη
ὑπατήϊος
ὑπατία
ὑπατικός
View word page
ὑπᾴσσω
ὑπᾴσσω, Att. for ὑπαΐσσω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπᾴσσω
Headword (normalized):
ὑπᾴσσω
Headword (normalized/stripped):
υπασσω
IDX:
106971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106972
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπᾴσσω</span>, Att. for <span class="foreign greek">ὑπαΐσσω.</span> </div><br><br>'}