ὑπασπίδιος
ὑπασπ-ίδιος [πῐ], ον,(ἀσπίς)
A). covered with a shield, in only as Adv., ὑπασπίδια προποδίζων and προβιβῶντι (-βῶντος) , 13.158 807 , 16.609 :—after Hom.as Adj., ὑ. πολεμιστής Fr.Ep. 13.7 K.; τὸν ὑ. κόσμον the body-armour and arms of Ajax, Aj. 1408 (anap.); <*>. κοῖτον ἰαύειν sleep an armed sleep, sleep in arms, Rh. 740 (anap.).