ὑπαρχή
ὑπαρχ-ή, ἡ,
2). ὅλως μηδεμίαν ὑπαρχὰν ἔχοντος ὀπτίλλου, ἀλλ’ ἢ χώραμ μόνον not a vestige of an eye, IG 42 ( 1 ). 121.75 (Epid., iv B.C.).
II). very freq. in the phrase ἐξ ὑπαρχῆς, from or in the beginning, Pol. 1293a2 , al.; ἡ ἐξ ὑ. γένεσις HA 590a21 .
2). afresh, anew, ἐξ ὑ. αὖθις OT 132 ; πάλιν ὥσπερ ἐξ ὑ. ἐπανίωμεν de An. 412a4 ; πάλιν οὖν οἷον ἐξ ὑ. Rh. 1355b24 ; πάλιν ἐξ ὑ. PA 685b29 , . 40.16