Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντιφύω
ἀντιφωνέω
ἀντιφώνησις
ἀντιφωνητής
ἀντίφωνος
ἀντιφωτίζομαι
ἀντιφωτισμός
ἀντιχαίνω
ἀντιχαίρω
ἀντιχαλεπαίνω
ἀντιχάλημα
ἀντιχαλκεύω
ἀντιχαρίζομαι
ἀντίχαρις
ἀντιχασμάομαι
ἀντίχειρ
ἀντίχειρον
ἀντιχειροτονέω
ἀντιχειροτονία
ἀντίχθων
ἀντίχορδος
View word page
ἀντιχάλημα
ἀντιχάλημα (leg. -χέλυσμα)· μέρος τι τῆς μακρᾶς νεώς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντιχάλημα
Headword (normalized):
ἀντιχάλημα
Headword (normalized/stripped):
αντιχαλημα
IDX:
10693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10694
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιχάλημα</span> (leg. <span class="foreign greek">-χέλυσμα</span>)<span class="foreign greek">· μέρος τι τῆς μακρᾶς νεώς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}