Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπαπειλέω
ὑπάπειμι
ὑπαπέρχομαι
ὑπαποκινέω
ὑπαποκινητέον
ὑπαποκρύπτω
ὑπαπολείπομαι
ὑπαποτρέχω
ὑπαποψήχω
ὑπαπροσθίδιος
ὑπάπτω
ὕπαρ1
ὑπάρ2
ὑπαραιόω
ὑπαράσσω
ὑπαργήεις
ὑπάργιλος
ὕπαργμα
ὑπαργύρευσις
ὑπαργυρεύω
ὑπαργυρίζω
View word page
ὑπάπτω
ὑπάπτω
, Ion. for
ὑφάπτω
(q. v.).
ShortDef
[Ion. > ὑφάπτω]
Debugging
Headword:
ὑπάπτω
Headword (normalized):
ὑπάπτω
Headword (normalized/stripped):
υπαπτω
IDX:
106934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106935
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπάπτω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ὑφάπτω</span> (q. v.).</div><br><br>'}