Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπαιδείδοικα
ὑπαιδέομαι
ὑπαΐδιος
ὑπαιδράσειαν
ὕπαιθᾰ
ὑπαίθριος
ὕπαιθρος
ὑπαίθω
ὑπαικάλλω
ὑπαινίσσομαι
ὑπαιρέω
ὑπαίρω
ὑπαισθάνομαι
ὑπαΐσσω
ὑπαισχύνομαι
ὑπαίτιος
ὑπαιφοινίσσω
ὑπακμάζω
ὑπακοή
ὑπακολουθέω
ὑπακουός
View word page
ὑπαιρέω
ὑπαιρέω
, Ion. for
ὑφαιρέω
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπαιρέω
Headword (normalized):
ὑπαιρέω
Headword (normalized/stripped):
υπαιρεω
IDX:
106810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106811
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπαιρέω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ὑφαιρέω</span> (q.v.).</div><br><br>'}