Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑντετράστιαν
ὐντίθημι
ὕντωσε
ὑοβοσκός
ὑοβότης
ὑοειδής
ὑοθεσία
ὑολλός
ὑομεμνία
ὑομουσία
ὑοποΐα
ὑόπρῳρος
ὑοπώλης
ὑός
ὑοσαλακωνία
ὑόσερις
ὑοσκυαμάω
έω
ὑοσκύαμος
ὑόφθαλμος
ὑοφορβεῖον
View word page
ὑοποΐα
ὑοποΐα, ,
A). v. υἱοποιία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑοποΐα
Headword (normalized):
ὑοποΐα
Headword (normalized/stripped):
υοποια
IDX:
106755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106756
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑοποΐα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">υἱοποιία.</span> </div> </div><br><br>'}