Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑννιμάχος
ὕννος
ὑντετράστιαν
ὐντίθημι
ὕντωσε
ὑοβοσκός
ὑοβότης
ὑοειδής
ὑοθεσία
ὑολλός
ὑομεμνία
ὑομουσία
ὑοποΐα
ὑόπρῳρος
ὑοπώλης
ὑός
ὑοσαλακωνία
ὑόσερις
ὑοσκυαμάω
έω
ὑοσκύαμος
View word page
ὑομεμνία
ὑομεμνία· ἑορτή τις ἐν Ἄργει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑομεμνία
Headword (normalized):
ὑομεμνία
Headword (normalized/stripped):
υομεμνια
IDX:
106753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106754
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑομεμνία·</span> <span class="foreign greek">ἑορτή τις ἐν Ἄργει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}