ὑλομανέω
ὑλο-μᾰνέω,
A). run to wood, of the vine (cf. τραγάω 11 ), CP 3.1.5 , Ho. 10.1 , Gp. 5.40.1 , etc.; πεδία ὑλομανοῦντα overgrown with thick wood, : cf. 14.6.5 φυλλομανέω.
2). metaph. of language, etc., run riot, ὑ. τὸ μυθῶδες . 2.15e