Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑλιστήριον
ὑλιστήριος
ὑλιστικόν
ὑλιστός
ὑλίστριον
ὑλίτης
ὕλλος
ὑλοβάτης
ὑλόβιος
ὑλογενής
ὕλογος
ὑλογράφος
ὑλοδρόμος
ὕλοι
ὑλόκομος
ὑλοκοπέω
ὑλοκόπος
ὑλοκουρός
ὑλομανέω
ὑλομανής
ὑλομαχέω
View word page
ὕλογος
ὕλογος· στρατός, Περγαῖοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὕλογος
Headword (normalized):
ὕλογος
Headword (normalized/stripped):
υλογος
IDX:
106629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106630
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὕλογος·</span> <span class="foreign greek">στρατός, Περγαῖοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}