Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὕλιμος
ὗλις
ὑλισμός
ὑλιστάγιον
ὑλιστήρ
ὑλιστήριον
ὑλιστήριος
ὑλιστικόν
ὑλιστός
ὑλίστριον
ὑλίτης
ὕλλος
ὑλοβάτης
ὑλόβιος
ὑλογενής
ὕλογος
ὑλογράφος
ὑλοδρόμος
ὕλοι
ὑλόκομος
ὑλοκοπέω
View word page
ὑλίτης
ὑλίτης,
A). v. ὑλήτις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑλίτης
Headword (normalized):
ὑλίτης
Headword (normalized/stripped):
υλιτης
IDX:
106624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106625
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑλίτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑλήτις.</span> </div> </div><br><br>'}