Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑλίμη
ὕλιμος
ὗλις
ὑλισμός
ὑλιστάγιον
ὑλιστήρ
ὑλιστήριον
ὑλιστήριος
ὑλιστικόν
ὑλιστός
ὑλίστριον
ὑλίτης
ὕλλος
ὑλοβάτης
ὑλόβιος
ὑλογενής
ὕλογος
ὑλογράφος
ὑλοδρόμος
ὕλοι
ὑλόκομος
View word page
ὑλίστριον
ὑλίς-τριον, τό,
A). v. ὑλιστήριον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑλίστριον
Headword (normalized):
ὑλίστριον
Headword (normalized/stripped):
υλιστριον
IDX:
106623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106624
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑλίς-τριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑλιστήριον.</span> </div> </div><br><br>'}