ὑλίζω
ὑλίζω [ῡ],
A). filter, strain, , 46.71 PSI 4.297.17 (prob. v A. D.):— Pass., δῑ ὀθονίου, διὰ τῆς τέφρας ὑλίζεσθαι, , 3.7 Placit. 3.16.5 ; τὸ ἀφθόνως ὑλιζόμενον ἐν σπηλαίοις codd.( 5.98 ὑετιζόμενον cj. Wellmann): cf. ἀφ-, διυλίζω.
II). ὑ. τὰς ῥῖνας wipe the nose (cf. ὕλη IV. 2 ), . (Acc. to Gramm. from 354 ὗλις (q. v.), transposed for ἰλύς, EM 180.10 ; cf. ὕλη IV.)