Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑλητήρ
ὑλήτις
ὑλητόμος
ὑληφορέω
ὑληώρης
ὑληωρός
ὑλιάριος
ὑλίας
ὑλιβάτης
ὑλιβάτους
ὑλιγγες
ὑλιγενής
ὑλίζω
ὑλικός
ὑλίμη
ὕλιμος
ὗλις
ὑλισμός
ὑλιστάγιον
ὑλιστήρ
ὑλιστήριον
View word page
ὑλιγγες
ὑλιγγες· λόγχαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑλιγγες
Headword (normalized):
ὑλιγγες
Headword (normalized/stripped):
υλιγγες
IDX:
106609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106610
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑλιγγες·</span> <span class="foreign greek">λόγχαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}