Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑλήεις
ὑληκοίτης
ὕλημα
ὑληνόμος
ὑληουργός
ὑληρεύς
ὑλησκόπος
ὑλητήρ
ὑλήτις
ὑλητόμος
ὑληφορέω
ὑληώρης
ὑληωρός
ὑλιάριος
ὑλίας
ὑλιβάτης
ὑλιβάτους
ὑλιγγες
ὑλιγενής
ὑλίζω
ὑλικός
View word page
ὑληφορέω
ὑληφορέω, ὑλακτ-φόρος,
A). = ὑλοφορέω, -φόρος (qq. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑληφορέω
Headword (normalized):
ὑληφορέω
Headword (normalized/stripped):
υληφορεω
IDX:
106602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106603
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑληφορέω</span>, <span class="orth greek">ὑλακτ-φόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑλοφορέω, -φόρος</span> (qq. v.).</div> </div><br><br>'}