ὑλάω
ὑλάω [ῠ],
A). = ὑλακτέω , used only by Poets and only in pres. and impf., bark, bay, of dogs, κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσαίνουσι ; 16.9 κύων .. ἄνδρ’ ἀγνοιήσασ’ ὑλάει 20.15 ; θεσπέσιον ὑλάοντες :— Med., 25.70 κύνες οὐχ ὑλάοντο . 16.162
2). metaph. of a man, howl, ἣ μάτην ὑλῶ (so for ὑλακτῶ); Fr. 61 (lyr., dub.); of Cassandra, μάτην ὑλάουσα . 421