Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑδροφύλαξ
ὑδροχαμαίμηλον
ὑδροχαρής
ὑδρόχαρις
ὑδροχόα
ὑδροχοεῖον
ὑδροχοεύς
ὑδροχόος
ὑδρόχυτος
ὑδροψυγεῖον
ὑδροψύκτιον
ὕδρω
ὑδρώδης
ὕδρωμα
ὑδρών
ὑδρωπία
ὑδρωπιάω
ὑδρωπικός
ὑδρωπισμός
ὑδρωπιώδης
ὕδρωψ
View word page
ὑδροψύκτιον
ὑδρο-ψύκτιον, τό, = foreg., PCair.Zen. 764.30 (iii B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑδροψύκτιον
Headword (normalized):
ὑδροψύκτιον
Headword (normalized/stripped):
υδροψυκτιον
IDX:
106480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106481
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑδρο-ψύκτιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PCair.Zen.</span> 764.30 </span> (iii B. C.).</div><br><br>'}