Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑδροφορικός
ὑδρόφορος
ὑδροφυλακέω
ὑδροφυλακία
ὑδροφύλαξ
ὑδροχαμαίμηλον
ὑδροχαρής
ὑδρόχαρις
ὑδροχόα
ὑδροχοεῖον
ὑδροχοεύς
ὑδροχόος
ὑδρόχυτος
ὑδροψυγεῖον
ὑδροψύκτιον
ὕδρω
ὑδρώδης
ὕδρωμα
ὑδρών
ὑδρωπία
ὑδρωπιάω
View word page
ὑδροχοεύς
ὑδρο-χοεύς
,
έως
,
ὁ
, v. sq.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑδροχοεύς
Headword (normalized):
ὑδροχοεύς
Headword (normalized/stripped):
υδροχοευς
IDX:
106476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106477
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑδρο-χοεύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, v. sq.</div><br><br>'}