Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑδροσκοπική
ὑδροσκοπικόν
ὑδροσκόπιον
ὑδρόσκοπος
ὑδροσπάταλος
ὑδρόσπονδα
ὑδροστάσιμος
ὑδροστάσιον
ὑδροστατέομαι
ὑδροστάτης
ὑδροστόλος
ὑδρότης
ὑδροφάντης
ὑδροφόβας
ὑδροφοβία
ὑδροφοβιάω
ὑδροφοβικός
ὑδρόφοβος
ὑδροφορέω
ὑδροφόρησις
ὑδροφορία1
View word page
ὑδροστόλος
ὑδρο-στόλος, ,
A). watering-place for ships, λιμὴν μέγας, ὅρμος ναυσὶ καὶ ὑδροστόλος Peripl.M.Eux. 29 .


ShortDef

watering-place for ships

Debugging

Headword:
ὑδροστόλος
Headword (normalized):
ὑδροστόλος
Headword (normalized/stripped):
υδροστολος
IDX:
106454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106455
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑδρο-στόλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">watering-place for ships,</span> <span class="quote greek">λιμὴν μέγας, ὅρμος ναυσὶ καὶ ὑδροστόλος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Peripl.M.Eux.</span> 29 </span> .</div> </div><br><br>'}