Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑδροπαγής
ὑδροπάροχος
ὑδροπέπερι
ὑδροπλασμός
ὑδροποιός
ὑδρόπορος
ὑδροποσία
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδροπωσίη
ὑδροπωτέω
ὑδρορόδινον
ὑδροροσᾶτον
ὑδρορρόα
ὑδρόρροια
ὑδρορρόος
ὑδρορύα
ὕδρος
ὑδροσεληνίτης
ὑδροσέλινον
ὑδροσκοπέω
View word page
ὑδροπωτέω
ὑδρο-πωτέω,
A). v. ὑδροποτέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑδροπωτέω
Headword (normalized):
ὑδροπωτέω
Headword (normalized/stripped):
υδροπωτεω
IDX:
106432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106433
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑδρο-πωτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑδροποτέω.</span> </div> </div><br><br>'}