Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑδρονομέομαι
ὑδροπαγής
ὑδροπάροχος
ὑδροπέπερι
ὑδροπλασμός
ὑδροποιός
ὑδρόπορος
ὑδροποσία
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδροπωσίη
ὑδροπωτέω
ὑδρορόδινον
ὑδροροσᾶτον
ὑδρορρόα
ὑδρόρροια
ὑδρορρόος
ὑδρορύα
ὕδρος
ὑδροσεληνίτης
ὑδροσέλινον
View word page
ὑδροπωσίη
ὑδρο-πωσίη, ,
A). v. ὑδροποσία ,


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑδροπωσίη
Headword (normalized):
ὑδροπωσίη
Headword (normalized/stripped):
υδροπωσιη
IDX:
106431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106432
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑδρο-πωσίη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑδροποσία</span> ,</div> </div><br><br>'}