Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑδροθηρικός
ὑδροκέλευθος
ὑδροκέφαλον
ὑδροκήλη
ὑδροκηλικός
ὑδροκιρνάω
ὑδροκιρσοκήλη
ὑδρόκοιλος
ὑδροκόμιον
ὑδροκόμος
ὑδροκύων
ὑδρολάπαθον
ὑδρολόγιον
ὑδρομαντεία
ὑδρόμαντις
ὑδρομαστευτική
ὑδρομέδουσα
ὑδρομέλαθρος
ὑδρόμελι
ὑδρομέτριον
ὑδρόμηλον
View word page
ὑδροκύων
ὑδρο-κύων
[κῠ]
, κύνος,
title of Menippean Satire by Varro,
Gell.
13.31.2
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑδροκύων
Headword (normalized):
ὑδροκύων
Headword (normalized/stripped):
υδροκυων
IDX:
106405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106406
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑδρο-κύων</span> <span class="pron greek">[κῠ]</span> <span class="foreign greek">, κύνος, </span> title of Menippean Satire by Varro, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gell.</span> 13.31.2 </span>.</div><br><br>'}