Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑδροθήρας
ὑδροθηρία
ὑδροθηρικός
ὑδροκέλευθος
ὑδροκέφαλον
ὑδροκήλη
ὑδροκηλικός
ὑδροκιρνάω
ὑδροκιρσοκήλη
ὑδρόκοιλος
ὑδροκόμιον
ὑδροκόμος
ὑδροκύων
ὑδρολάπαθον
ὑδρολόγιον
ὑδρομαντεία
ὑδρόμαντις
ὑδρομαστευτική
ὑδρομέδουσα
ὑδρομέλαθρος
ὑδρόμελι
View word page
ὑδροκόμιον
ὑδρο-κόμιον
,
τό
,
A).
gum-water,
Zos.Alch.
p.172B.
ShortDef
gum-water
Debugging
Headword:
ὑδροκόμιον
Headword (normalized):
ὑδροκόμιον
Headword (normalized/stripped):
υδροκομιον
IDX:
106403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106404
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑδρο-κόμιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gum-water,</span> Zos.Alch.<span class="bibl"> p.172B. </span> </div> </div><br><br>'}