Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑδροθήκη
ὑδροθήρας
ὑδροθηρία
ὑδροθηρικός
ὑδροκέλευθος
ὑδροκέφαλον
ὑδροκήλη
ὑδροκηλικός
ὑδροκιρνάω
ὑδροκιρσοκήλη
ὑδρόκοιλος
ὑδροκόμιον
ὑδροκόμος
ὑδροκύων
ὑδρολάπαθον
ὑδρολόγιον
ὑδρομαντεία
ὑδρόμαντις
ὑδρομαστευτική
ὑδρομέδουσα
ὑδρομέλαθρος
View word page
ὑδρόκοιλος
ὑδρό-κοιλος, prob.
A). f.l. for ὑγροκοίλιος , Cyran. 64 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑδρόκοιλος
Headword (normalized):
ὑδρόκοιλος
Headword (normalized/stripped):
υδροκοιλος
IDX:
106402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106403
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑδρό-κοιλος</span>, prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ὑγροκοίλιος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyran.</span> 64 </span>.</div> </div><br><br>'}