Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑδραγωγία
ὑδραγώγιον
ὑδραγωγός
ὑδραίνω
ὑδραῖος
ὑδραλέτης
ὑδραλετικός
ὑδραλής
ὑδράλμη
ὑδράνᾱ
ὑδράνη
ὑδραντικός
ὑδραργυρίζω
ὑδράργυρος
ὑδράρπαξ
ὕδρας
ὑδράστινα
ὑδραύλης
ὕδραυλις
ὑδραυλικὸν
ὕδραυλος
View word page
ὑδράνη
ὑδράνη·
τὸ ἀκραιφνὲς καὶ καθαρόν,
Hsch.
ὑδρανός·
ὁ ἁγνιστὴς τῶν Ἐλευσινίων,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑδράνη
Headword (normalized):
ὑδράνη
Headword (normalized/stripped):
υδρανη
IDX:
106343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106344
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑδράνη·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἀκραιφνὲς καὶ καθαρόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ὑδρανός·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἁγνιστὴς τῶν Ἐλευσινίων,</span> Id.</div><br><br>'}