Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑδατόκλυστος
ὑδατοπλήξ
ὑδατοποσία
ὑδατοποτέω
ὑδατοπότης
ὑδατοπωτέω
ὑδατόριζος
ὑδατόρρυτος
Ὑδατοσύδνη
ὑδατοτρεφής
ὑδατόχλοος
ὑδατόχλωρος
ὑδατόχολος
ὑδατόχροος
ὑδατόω
ὑδατώδης
ὑδατώλενος
ὑδείω
ὑδεραίνω
ὑδερίασις
ὑδεριάω
View word page
ὑδατόχλοος
ὑδᾰτό-χλοος, ον,(χλόη)
A). water-green, pale, v. ὑδατόχολος.


ShortDef

water-green, pale

Debugging

Headword:
ὑδατόχλοος
Headword (normalized):
ὑδατόχλοος
Headword (normalized/stripped):
υδατοχλοος
IDX:
106302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106303
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑδᾰτό-χλοος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">χλόη</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">water-green, pale,</span> v. <span class="ref greek">ὑδατόχολος.</span> </div> </div><br><br>'}