Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑγροποιέω
ὑγροποιός
ὑγροπόρευτος
ὑγροπορέω
ὑγρόπορος
ὑγροπυρινόψυχρος
ὑγρορροέω
ὑγρός
ὑγρόσαρκος
ὑγροσκελής
ὑγρόσπερμος
ὑγρότης
ὑγροτόκος
ὑγροτράχηλος
ὑγροτροφικός
ὑγροφανής
ὑγρόφθαλμος
ὑγρόφθογγος
ὑγρόφλοιος
ὑγρόφοιτος
ὑγροφόρητος
View word page
ὑγρόσπερμος
ὑγρό-σπερμος
,
ον
,
A).
with liquid semen,
Gal.
1.339
.
ShortDef
with liquid semen
Debugging
Headword:
ὑγρόσπερμος
Headword (normalized):
ὑγρόσπερμος
Headword (normalized/stripped):
υγροσπερμος
IDX:
106256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106257
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑγρό-σπερμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with liquid semen,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 1.339 </span>.</div> </div><br><br>'}