Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑγρόνομος
ὑγρόνοος
ὑγροπαγής
ὑγροπερίβολος
ὑγρόπισσον
ὑγροποιέω
ὑγροποιός
ὑγροπόρευτος
ὑγροπορέω
ὑγρόπορος
ὑγροπυρινόψυχρος
ὑγρορροέω
ὑγρός
ὑγρόσαρκος
ὑγροσκελής
ὑγρόσπερμος
ὑγρότης
ὑγροτόκος
ὑγροτράχηλος
ὑγροτροφικός
ὑγροφανής
View word page
ὑγροπυρινόψυχρος
ὑγρο-πῠρῐνόψυχρος, ον,
A). moist, fiery, and cold, PMag.Par. 1.1146 .


ShortDef

moist, fiery, and cold

Debugging

Headword:
ὑγροπυρινόψυχρος
Headword (normalized):
ὑγροπυρινόψυχρος
Headword (normalized/stripped):
υγροπυρινοψυχρος
IDX:
106251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106252
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑγρο-πῠρῐνόψυχρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">moist, fiery, and cold,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.1146 </span>.</div> </div><br><br>'}