Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑγρά
ὑγράζω
ὑγραίνω
ὕγρανσις
ὑγραντέον
ὑγραντικός
ὑγρασία
ὕγρασμα
ὑγρέμπλαστρον
ὑγρηδών
ὑγρίην
ὑγροβατέω
ὑγροβατικός
ὑγροβαφής
ὑγρόβηξ
ὑγρόβιος
ὑγροβόλος
ὑγρογέλως
ὑγρόγονος
ὑγρόδρυα
ὑγροθηρική
View word page
ὑγρίην
ὑγρίην· τὸ οὖρον, Διονύσιος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑγρίην
Headword (normalized):
ὑγρίην
Headword (normalized/stripped):
υγριην
IDX:
106216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106217
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑγρίην·</span> <span class="foreign greek">τὸ οὖρον, Διονύσιος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}