Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑβάλης
ὑββάλλω
ὑβόομαι
ὑβός
ὗβος
ὑβρίγελως
ὑβρίζω
ὑβριοπαθέω
ὕβρις
ὑβρίς
ὑβρίσδω
ὕβρισμα
ὑβρισμός
ὑβριστέος
ὑβριστήρ
ὑβριστής
ὑβριστικός
ὕβριστις
ὑβριστοδίκαι
ὕβριστος
ὑβρίστρια
View word page
ὑβρίσδω
ὑβρίσδω
, Dor. for
ὑβρίζω
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑβρίσδω
Headword (normalized):
ὑβρίσδω
Headword (normalized/stripped):
υβρισδω
IDX:
106169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106170
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑβρίσδω</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ὑβρίζω</span> (q. v.).</div><br><br>'}