Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑάλη2
ὑαλιεύς
ὑαλίζω
ὑαλίης
ὑαλικὸς
ὑαλικός
ὑάλινος
ὑάλιος
ὑαλῖτις
ὑελῖτις
ὑαλκάδαι
ὑαλοειδής
ὑαλόεις
ὕαλος
ὑαλουργεῖον
ὑαλουργικός
ὑαλουργός
ὑαλοῦς
ὑαλόχρους
ὑαλοψός
ὑαλώδης
View word page
ὑαλκάδαι
ὑαλκάδαι· χορὸς παίδων, Αάκωνες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑαλκάδαι
Headword (normalized):
ὑαλκάδαι
Headword (normalized/stripped):
υαλκαδαι
IDX:
106139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106140
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑαλκάδαι·</span> <span class="foreign greek">χορὸς παίδων, Αάκωνες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}