Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Ὑακίνθιος
ὑακινθοειδής
Ὑάκινθος
Ὑακινθοτρόφια
ὑακινθώδης
ὑακτορίζων
ὑαλᾶς
ὑάλεος
ὑάλη1
ὑάλη2
ὑαλιεύς
ὑαλίζω
ὑαλίης
ὑαλικὸς
ὑαλικός
ὑάλινος
ὑάλιος
ὑαλῖτις
ὑελῖτις
ὑαλκάδαι
ὑαλοειδής
View word page
ὑαλιεύς
ὑαλιεύς
, alternative form of
ὑαλίης,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑαλιεύς
Headword (normalized):
ὑαλιεύς
Headword (normalized/stripped):
υαλιευς
IDX:
106130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106131
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑαλιεύς</span>, alternative form of <span class="foreign greek">ὑαλίης,</span> Id.</div><br><br>'}