Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑακίζει
Ὑακίνθια
ὑακινθίζω
ὑακινθινοβαφής
ὑακίνθινος
Ὑακίνθιος
ὑακινθοειδής
Ὑάκινθος
Ὑακινθοτρόφια
ὑακινθώδης
ὑακτορίζων
ὑαλᾶς
ὑάλεος
ὑάλη1
ὑάλη2
ὑαλιεύς
ὑαλίζω
ὑαλίης
ὑαλικὸς
ὑαλικός
ὑάλινος
View word page
ὑακτορίζων
ὑακτορίζων
,
οντος
,
ὁ
, name of a variety of
σμάραγδος,
Dionysius in
Wien.Stud.
20.319
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑακτορίζων
Headword (normalized):
ὑακτορίζων
Headword (normalized/stripped):
υακτοριζων
IDX:
106125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106126
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑακτορίζων</span>, <span class="itype greek">οντος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, name of a variety of <span class="foreign greek">σμάραγδος,</span> Dionysius in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Wien.Stud.</span> 20.319 </span>.</div><br><br>'}