Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Υυ
ὗ
ὑάγχη
ὑαγών
Ὑάδες
ὕαινᾰ
ὑαίνειος
ὑαίνιος
ὑαινίς
ὑαινοψώνιον
ὑακίζει
Ὑακίνθια
ὑακινθίζω
ὑακινθινοβαφής
ὑακίνθινος
Ὑακίνθιος
ὑακινθοειδής
Ὑάκινθος
Ὑακινθοτρόφια
ὑακινθώδης
ὑακτορίζων
View word page
ὑακίζει
ὑακίζει·
οἱ εἰς τὰ αὐχένια βρέχει ἢ ὑετίζει ἢ ὕει,
Hsch.
(prob. two glosses, the first on
ὐακίδδι,
Boeot. for
οἰακίζει,
cf.
ὔαξ
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑακίζει
Headword (normalized):
ὑακίζει
Headword (normalized/stripped):
υακιζει
IDX:
106115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106116
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑακίζει·</span> <span class="foreign greek">οἱ εἰς τὰ αὐχένια βρέχει ἢ ὑετίζει ἢ ὕει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (prob. two glosses, the first on <span class="foreign greek">ὐακίδδι,</span> Boeot. for <span class="foreign greek">οἰακίζει,</span> cf. <span class="foreign greek">ὔαξ</span>).</div><br><br>'}