τυχικός
τῠχ-ικός, ή, όν,
A). casual, fortuitous, αἰτία ; 4.34 ἐπίπτωσις Rh. 1.211 ; τ. περίπτωσις, a term of the Empiric physicians, BKT 3p.29 (i/ii A. D.); τ. εἶδος τῶν ὠφελούντων ἢ βλαπτόντων, opp. φυσικόν, Sect.Intr. 2 ; σύμπτωμα . Adv. 9.6.5 -κῶς , 28.7.1 , 2.19 . 4.17