Τυφώνιος
Τῡφών-ιος, α, ον, AB 308 , etc.; Ep. Τῠφᾱόνιος, , 2.1210 D. 1.223 , al.; neut. Τῠφᾱόνιον as place-name, Sc. 32 ; Τυφώνειος, Isid. 5 , Id. ap.
2). Τυφώνιοι were people burnt at certain seasons in Egypt, Manetho ap. , cf. 2.380d ap. . 1.49.68
3). Τυφώνιον, in a magical formula, donkey, ( 121.653 διὰ τὸ πυρρὸν γεγονέναι τὸν Τυφῶνα καὶ ὀνώδη τὴν χρόαν ). 2.362f
4). Τυφωνία, the plant στοιχάς, Ps.- . 3.26
II). = foreg. 11 , πνεύματα s.v. τετύφωμαι , in Phdr. p.75A. , EM 755.13 ; τ. σκηπτοί l. c.; τὰ τ. πνεύματα μανίαν ἐμποιεῖ ἐμπεσόντα ABl.c.