Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τυφλοπλαστέω
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλοπτεῖται
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
τυφλώδης
τυφλών
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφλώψ
τυφογέρων
τυφομανία
τυφοπλαστέω
τυφοπλάστης
τυφοποιέω
τῦφος
τυφόω
View word page
τυφλών
τυφλ-ών,
A). v. τυφλίνης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τυφλών
Headword (normalized):
τυφλών
Headword (normalized/stripped):
τυφλων
IDX:
106060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106061
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τυφλ-ών</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τυφλίνης.</span> </div> </div><br><br>'}