Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τυφλάγκιστρον
τυφληγορέω
τύφλην
τυφλίας
τυφλίνης
τυφλογενής
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοπλαστέω
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλοπτεῖται
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
τυφλώδης
τυφλών
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφλώψ
View word page
τυφλοπτεῖται
τυφλοπτεῖται,
A). = τυφλοπλαστεῖται , Suid. (s. v. l., fort. τυφοπλαστεῖται).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τυφλοπτεῖται
Headword (normalized):
τυφλοπτεῖται
Headword (normalized/stripped):
τυφλοπτειται
IDX:
106053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106054
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τυφλοπτεῖται</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τυφλοπλαστεῖται</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> (s. v. l., fort. <span class="foreign greek">τυφοπλαστεῖται</span>).</div> </div><br><br>'}